May 18, 2019

Η βαλίτσα



Ήμουν από τους πρώτους που αγόρασαν την αυτοκινούμενη χειραποσκευή.
Eίχε κυκλοφορήσει σε πολύ περιορισμένα κομμάτια. Ο πωλητής μου εξήγησε πως θα τη συνδέσω στο κινητό μου τηλέφωνο, πως λειτουργεί το αυτόματο κλείδωμα και ξεκλείδωμα και τι ακριβώς πρέπει να ρυθμίσω ώστε όπου πηγαίνω εγώ να πηγαίνει κι η βαλίτσα μου. Μου διευκρίνησε επίσης πως θα την αποσυνδέω, ώστε να την αποθηκεύω με ασφάλεια και πως να της δίνω φωνητικές εντολές αν επιθυμώ. Θεώρησα το τελευταίο ως περιττή υπερβολή. Το τελευταίο πράγμα που ήθελα είναι να περπατώ μέσα στα αεροδρόμια ή στους σταθμούς μιλώντας δυνατά σε μια βαλίτσα. Ωραίο θέαμα στα σίγουρα. 


Τη διάλεξα μικρή σε χρώμα σκούρο γκρι. Μου αρέσει το γκρι. Είναι απλό και σοβαρό χρώμα. Θα τη χρησιμοποιούσα μόνο για το φορητό υπολογιστή μου, τα χαρτιά της δουλειάς μου  και δυο τρια ρούχα. Στο εσωτερικό υπήρχε μια άνετη θήκη όπου μπορούσες να βάλεις κι ένα ζευγάρι παπούτσια. Ακριβώς ό,τι χρειαζόμουν για τα συχνά ταξίδια που μου επέβαλε η δουλειά μου.

«Είστε ο πρώτος που αγοράζει μια τέτοια βαλίτσα από το κατάστημά μας. Θα χαιρόμασταν πολύ αν μπορούσατε να μας δώσετε ένα φιντμπακ όταν αρχίσετε να τη χρησιμοποιείτε.» Στραβοκοίταξα τον πωλητή. «Φιντμπακ». Δεν αντέχω τους ανθρώπους που ανακατεύουν τέτοιες χονδροειδείς αγγλικές λέξεις στις προτάσεις τους. Ήμουν όμως πολύ χαρούμενος για την αγορά μου για να γίνω ιδιότροπος. Πλήρωσα τη βαλίτσα μου ένα κάρο λεφτά κι έφυγα χαρούμενος.

Η βαλίτσα αποδείχτηκε σωτήρια. Ξεκούρασε τα χέρια μου, με έβγαλε από την έννοια του να μη τη χάσω –είχε συναγερμό απομάκρυνσης- κι επιπλέον όπου κι αν πήγαινα ήμουν δαχτυλοδεικτούμενος. Οι άνθρωποι τη θαύμαζαν. Έβλεπα πως την κοιτούσαν, μία αυτή, μια εμένα και αισθανόμουν τη ζήλια  τους που δεν είχαν κι εκείνοι μια ίδια. Φούσκωνα λιγάκι από μια ανόητη υπερηφάνεια που μου υπαγόρευε ότι είμαι κάπως διαφορετικός από αυτούς. Δεν μπορεί όποιος κι όποιος να αγοράζει μια τέτοια βαλίτσα. Το μόνο που με ενοχλούσε βέβαια είναι ότι έπρεπε κάθε φορά να ξεφορτωθώ τα παιδιά που μαζεύονταν σε μύγες γύρω μου, χαζεύοντας τη βαλίτσα που ακολουθεί πιστά τον κύριό της δίχως αυτός να την κρατάει καν από το χερούλι. Όταν σταματούσα εγώ, σταματούσε κι εκείνη, όταν ξεκινούσα εγώ, ξεκινούσε κι εκείνη. Πάντα σε μια διακριτική απόσταση, σαν πιστό, ταπεινό υπηρετικό προσωπικό. Σε ένα σταθμό μια φορά μια γαλλίδα μου φώναξε γελώντας: «cest une valise ou un chien?» * Η παρομοίαση αυτή μου άρεσε. Είχα λοιπόν τον αφοσιωμένο μου σκύλο που με ακολουθούσε παντού. Γνώριζα ότι είναι ένα απλό ρομπότ αλλά ο απαλός τρόπος που ερχόταν και σταματούσε πίσω μου με έκανε να βλέπω κάτι ζωντανό επάνω της.

Το πρώτο πρόβλημα εμφανίστηκε μετά από κάποιους μήνες. Όταν σταματούσα η βαλίτσα σταματούσε πιο κοντά μου από ό,τι ήταν προγραμματισμένη να σταματάει. Σχεδόν ακουμπούσε επάνω μου. Την έσπρωχνα ενοχλημένος πιο πίσω αλλά ήταν σα να της έδινα νέα ώθηση για να ξανακυλήσει προς το μέρος μου.
Ήλεγξα πάλι τις ρυθμίσεις, ξαναπείραξα λίγο το κοντρόλ χειρισμού, διάβασα κάποιες σημειώσεις στο εγχειρίδιο χρήσης που είχα αμελήσει και το διόρθωσα. Η βαλίτσα μου στεκόταν σα στρατιωτάκι πλέον στο σημείο όπου ακριβώς έπρεπε να στηθεί και  περιμένενε υπομονετικά όταν εγώ έκανα κάποια στάση. Την κοιτούσα ικανοποιημένος, αχνογελώντας λιγάκι. Όπως αχνογελάμε όταν ξέρουμε ότι μας υπακούν.

Στο κεντρικό ξενοδοχείο Φορτούνα της πόλης Επισκόλι, η ρεσεψιόν με πληροφόρησε ότι η πόρτα της ντουλάπας μου δεν κλείδωνε, ένα πρόβλημα που τους παρουσιάστηκε ξαφνικά. Ζήτησαν χίλια συγγνώμη, θα το έφτιαχναν όμως. Κανένα πρόβλημα τους είπα με την ανωτερότητα ενός ανθρώπου που χρησιμοποιεί αυτοκινούμενη βαλίτσα.  Η βαλίτσα μου είναι μαθημένη να μένει όπου της λέω να μείνει. Δεν έχει σημασία είτε η ντουλάπα σας κλειδώνει, είτε δεν κλειδώνει. Πρόκειται για μια βαλίτσα που κοστίζει πολλά χρήματα. Αν επιθυμώ μπορεί να γίνει η ίδια ντουλάπα, είναι πεισματάρα! Οι ρεσεψιονιστς γέλασαν και χωριστήκαμε όλοι ευχαριστημένοι.

Το ίδιο βράδυ ξύπνησα μέσα στη νύχτα από έναν περίεργο θόρυβο. Κάτι τσουλούσε στο χωλ, δίπλα από το δωμάτιό μου. Πριν ξαπλώσω είχα κλείσει τη βαλίτσα στη ντουλάπα του χωλ, σπρώχνοντας καλά την πόρτα της. «Αποκλείεται» σκέφτηκα «θα μου φάνηκε». Ήμουν πολύ κουρασμένος για να σηκωθώ και γρήγορα με ξαναπήρε ο ύπνος. Οι φωτεινοί δείκτες του επιτοίχιου ρολογιού έλεγαν 3:30 όταν ξαναξύπνησα, αισθανόμενος πως κάποιος είχε μπει στο δωμάτιο. Ανήσυχος έψαξα το κορδόνι της λάμπας και πριν το τραβήξω διέκρινα πως ακριβώς δίπλα από το κρεβάτι μου στεκόταν ξανά η βαλίτσα μου. Αυτό ήταν εξωφρενικό. Τι διάολο; Μα πως ήταν δυνατόν; Πως βγήκε από τη ντουλάπα και τι την έβαλε μπρος και κατάφερε να σπρώξει την κλειστή πόρτα; Σίγουρα είχα αγοράσει ελαττωματικό μοντέλο. Τέτοια αυτονομία κινήσεων και τέτοια ορμή δε δικαιολογούνταν. Οι οδηγίες το έλεγαν πολύ καθαρά: η βαλίτσα σάς ακολουθεί μόλις πατήσετε το on και μένει στη θέση της μόλις πατήσετε το off.  Μόλις επέστρεφα από το ταξίδι θα έπρεπε να πάω στο κατάστημα για αλλαγή. Ανασηκώθηκα και την κλώτσησα θυμωμένα. Η βαλίτσα χτύπησε στον τοίχο δυνατά κι έμεινε εκεί ακίνητη για λίγο, λες και είχε αποσβολωθεί από έκπληξη. Σε λίγο ξανακύλησε απαλά προς το μέρος μου.   Άρπαξα το χερούλι της και κατευθύνθηκα οργισμένος στη ντουλάπα. Θα την αποθήκευα οριζοντίως, ώστε να μην μπορεί να ξανακυλήσει πάνω στα ροδάκια της. Και έπρεπε να το είχα σκεφθεί νωρίτερα αλλά ήμουν σίγουρος ότι όλα λειτουργούσαν κανονικά. Το πρόβλημα ελύθη, τουλάχιστον προσωρινά!

Ανοίγοντας τα μάτια μου το πρωί το πρώτο πράγμα που αντίκρυσα ήταν η βαλίτσα. Στεκόταν στο ύψος του προσώπου μου, ακίνητη, ελάχιστα εκατοστά από το κρεβάτι μου, σα να παρακολουθούσε σιωπηλά τις ανάσες που έπαιρνα. Ένα κύμα φόβου με πλημμύρισε. Πάγωσα. Αυτό ήταν πέρα από ο,τιδήποτε φυσιολογικό. Ακόμη κι αν ο μηχανισμός ήταν ελαττωματικός αυτό δε δικαιολογούσε το ότι η βαλίτσα σηκώθηκε μόνη της από την οριζόντια θέση της και ξαναπερπάτησε ως εμένα. Και γιατί ως εμένα; Ακαριαία συνειδητοποίησα ότι το κινητό μου φόρτιζε στην πρίζα του διαδρόμου, ο οποίος απείχε τρία μέτρα από το κρεβάτι μου. Η βαλίτσα ήταν συνδεδεμένη με την εφαρμογή του κινητού, πράγμα που σημαίνει ότι ήταν προγραμματισμένη να ακολουθεί το κινητό μου κι όχι εμένα τον ίδιο.

Εντελώς αλλόφρων τηλεφώνησα στη ρεσεψιόν και ζήτησα να με συνδέσουν με τον αριθμό του καταστήματος από όπου είχα προμηθευτεί τη βαλίτσα. Στο τηλέφωνο ούρλιαζα. «Είστε σίγουρος κύριε; Αυτό αποκλείεται. Δεν έχει ξαναναφερθεί καμία βλάβη και ειδικά τόσο περίεργη. Ο μηχανισμός έχει περάσει από πολλά τεστς κι έχει πιστοποιηθεί. Ναι βεβαίως μπορείτε να την επιστρέψετε, όμως ξαναελέγξτε μήπως εσείς έχετε κάνει κάτι λάθος στη σύνδεση, δεν μπορεί, αυτό που λέτε ότι συμβαίνει είναι αδύνατον. Α-δύ-να-τον.» Ο υπάλληλος ξανατόνισε τη λέξη και σχεδόν μπορούσα να τον ακούσω να προσπαθεί να κρατήσει τα γέλια του μέσα από το τηλέφωνο.  Η βαλίτσα εξακολουθούσε να στέκεται στο ίδιο σημείο, ένας συμπαγής σκούρος όγκος που σίγουρα με παρακολουθούσε.  Ή μήπως είχα αρχίσει να τα χάνω;

Άποφάσισα να αφήσω το κινητό μου στο διάδρομο να φορτίζει απ’αόριστον και κατέβηκα για πρωινό. Για μια ακόμη φορά η βαλίτσα κύλησε κατόπι μου. Θα μπορούσα φυσικά να κατέβω από τις σκάλες και να μη χρησιμοποιήσω τον ανελκυστήρα. Θα είχε ενδιαφέρον να δω πως θα κατάφερνε να κατέβει τα σκαλιά. Πως θα κουτρουβαλούσε και θα τσακίζονταν από όροφο σε όροφο. Δεν το έκανα όμως. Μπήκα στο ασανσέρ και η βαλίτσα κόλλησε πάνω στις γάμπες μου, σα γατί που γουργουρίζει ευχαριστημένο. Πάτησα το κουμπί του πρώτου ορόφου και κατευθύνθηκα αγέρωγος προς το μπουφέ του ξενοδοχείου με τη βαλίτσα να ακολουθεί ρυθμικά. Δεν είχα προσέξει ότι κατέβηκα με τις πυτζάμες μου αλλά το αντιλήφθηκα από τη μουρμουρα των άλλων πελατών. Ανασήκωσα τους ώμους. «Και τι έγινε;» Τρώγοντας το κρουασάν μου και πίνοντας τον καφέ μου ορκίζομαι ότι η βαλίτσα μου στεκόταν δίπλα μου σαν πιστό λαμπραντόρ κοιτώντας  με ευλαβικά. Έδειχνε ικανοποιημένη από κάθε μπουκιά που έπαιρνα, ατάραχη και σοβαρή, σα μια μακρόστενη μητρική φιγούρα. Έσκυψα και τη χάιδεψα με στοργή.

No comments:

Οι Πράσινοι Φρύνοι του Πέτρου

  Η ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΙΑΙΑ βροχή διήρκησε δύο ολόκληρες ημέρες. Τα νερά πλημμύρισαν την πόλη, ξερίζωσαν δέντρα, παρέσυραν αυτοκίνητα και έπνιξαν δώδε...